- πάτους
- πάτοςtroddenmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκωλος — η, ο (Α δίκωλος, ον) γραμμ. (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα νεοελλ. 1. (για αγγείο) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. φρ. «δίκωλο πινάκι» διπρόσωπος άνθρωπος αρχ. αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * +… … Dictionary of Greek
δίπατος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος … Dictionary of Greek
πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)